Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλόδικος
1 εγγραφή
φιλόδικος -η -ο [filóδikos] Ε5 : (λόγ.) που του αρέσουν οι δίκες, που καταφεύγει συχνά στα δικαστήρια.

[λόγ. < αρχ. φιλόδικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες