Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλώ [filó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : αγγίζω με τα χείλια (ελαφρά προτεταμένα και συνήθ. μισάνοιχτα) για να εκδηλώσω έρωτα, αγάπη, σεβασμό κτλ. προς κάποιο πρόσωπο (γενικότ. έμψυχο) ή αντικείμενο: ~ κπ. στο μάγουλο / στο μέτωπο / στο στόμα. ~ το χέρι κάποιου, ως ένδειξη σεβασμού, ευγνωμοσύνης ή ως φιλοφρόνηση. Έκανε το σταυρό της και φίλησε τη θαυματουργή εικόνα. Tην αγκάλιασε και τη φίλησε τρυφερά / παθιασμέ να. (προφ.) σε / σας ~!, χαιρετισμός (συνήθ. στο τέλος συνομιλίας, συνδιάλεξης, επιστολής κτλ.) προς οικείο πρόσωπο. Φίλα μου τα παιδιά! (όρκος) ~ σταυρό, ορκίζομαι, επιβεβαιώνω ότι λέω αλήθεια. ΦΡ ~ κατουρημένες ποδιές*. ΠAΡ Xέρι που δεν μπορείς να (το) δαγκάσεις, φίλα το, να συμβιβάζεσαι, να υποκύπτεις σε αντίπαλο που είσαι ανίσχυρος να βλάψεις. || (παθ.) ανταλλάσσω φιλιά με κπ.: Aγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν συγκινημένοι. Έπιασε τον άντρα της να φιλιέται με μια ξανθιά.
[αρχ. φιλῶ (αρχική σημ.: `αγαπώ΄)]