Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαύλος -η -ο [fávlos] Ε3 : που δε διαθέτει ήθος, ακεραιότητα, που είναι αχρείος, διεφθαρμένος. ANT χρηστός: Ως πολιτικός υπήρξε ~. H φαύλη διοίκηση οδήγησε την επιχείρηση στη χρεοκοπία. || ΦΡ ~ κύκλος: α. (λογ.) σφάλμα αποδεικτικό κατά το οποίο εκείνο που πρέπει να αποδειχτεί, χρησιμοποιείται ως απόδειξη. β. κατάσταση αδιέξοδη, που επαναλαμβάνεται (κυκλικά) επιστρέφοντας στο ίδιο σημείο χωρίς λύση, διέξοδο.
[λόγ. < αρχ. φαῦλος (η ΦΡ μτφρδ. < μσνλατ. circulus vitiosus)]