Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φανερός -ή -ό [fanerós] Ε1 : 1. που φαίνεται, που είναι ορατός, εμφανής. ANT αόρατος, αφανής: Φανερά ίχνη παραβιάσεως / κακοποιήσεως / πάλης / βιασμού. Tο πτώμα έφερε φανερά ίχνη στραγγαλισμού. 2. που γίνεται εύκολα αντιληπτός· οφθαλμοφανής, προφανής, σαφής, ξεκάθαρος. ANT κρυφός: Φανερή επιθυμία / πρόθεση. Mίλησε με φανερή συγκίνηση / αγανάκτηση. Πρόκειται για φανερή απάτη. || Είναι / γίνεται κτ. φανερό: Είναι φανερό ότι λέει ψέματα. || (επιρρ. έκφρ.) στα φανερά, δημοσίως, απροκάλυπτα. ANT στα κρυφά: Έκανε τις απάτες του στα φανερά, χωρίς να κρύβεται.
φανερά ΕΠIΡΡ: Ήταν ~ ταραγμένος / χαρούμενος / λυπημένος. Tον έκλεβε ~ στα χαρτιά. Πες το ~. [αρχ. φανερός]