Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπνοβάτης
1 εγγραφή
υπνοβάτης ο [ipnovátis] Ο10 θηλ. υπνοβάτισσα [ipnovátisa] Ο27 : αυτός που υπνοβατεί.

[λόγ. ύπν(ος) -ο- + -βάτης μτφρδ. γαλλ. somnambule· λόγ. υπνοβάτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες