Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υιοθετώ [ioθetó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.αναγνωρίζω επίσημα και νομιμοποιώ ως δικό μου ένα ξένο παιδί με όλες τις συνακόλουθες υποχρεώσεις για την ανατροφή, τη διαπαιδαγώγηση και την αποκατάστασή του: Πολλά άτεκνα ζευγάρια ζητούν να υιοθετήσουν ένα παιδί. 2. (μτφ.) αποδέχομαι, εγκρίνω και εφαρμόζω την ιδέα, την πρόταση ή την ενέργεια κάποιου: H κυβέρνηση υιοθέτησε το σχέδιο νόμου που υπέβαλε η αντιπολίτευση. Yιοθέτησαν την άποψή μου.
[λόγ.: 1: ελνστ. υἱοθετῶ· 2: σημδ. γαλλ. adopter]