Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσαμπί το [tsambí] Ο43 : το σύνολο από τις ρώγες του σταφυλιού, που κρέμονται με διακλαδώσεις από ένα κεντρικό κοτσάνι: Tο κλήμα έχει πολλά τσαμπιά. Έκοψε δύο τσαμπιά σταφύλι. Οι επιβάτες κρέμονταν από τις πόρτες του λεωφορείου σαν τσαμπιά. || (επέκτ.) για καρπούς άλλου φυτού που μοιάζουν με τσαμπί: Tα κεράσια κρέμονται από το δέντρο τσαμπιά τσαμπιά. Ένα ~ μπανάνες.
τσαμπάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. τσαμπί < βεν. zambin `μικρή γάμπα΄ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] ]