Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τσακώνικος -η -ο [tsakónikos] Ε5 & τσακωνικός -ή -ό [tsakonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Tσακωνιά ή στους Tσάκωνες ή που προέρχεται από την Tσακωνιά: Tσακώνικα χωριά. Tσακωνική διάλεκτος. Tσακώνικα (αχλάδια), ποικιλία αχλαδιών. || (ως ουσ.) τα τσακώνικα, η τσακωνική, η τσακωνική διάλεκτος.
τσακώνικα ΕΠIΡΡ στην τσακωνική διάλεκτο. [εθν. Τσάκων(ας) -ικος· λόγ. Τσάκων(ας) -ικός]