Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσίσια τα [tsísxa] & τσίσα τα [tsísa] Ο44α : (παιδ., οικ.) α. ούρα: Έβρεξε το κρεβάτι με ~. Tο δωμάτιο μυρίζει ~. || Kάνω ~, ουρώ: Έκανε ~ επάνω του. Θέλει (να κάνει) ~. Έμαθε να λέει τα ~ του, να λέει ότι θέλει να ουρήσει. β. ούρηση: Πάει για ~.
(παιδ.) τσισάκια τα YΠΟKΟΡ. [τσις λ. νηπιακή (σύγκρ. τουρκ. çiş, ίδ. σημ.), πληθ. κατά τα κακά· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων., σύγκρ. διακόσια > διακόσα]