Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τραγούδημα το [traγúδima] & τραγούδισμα το [traγúδizma] Ο49 : η ενέργεια του τραγουδώ.
[τραγουδη- (τραγουδώ) -μα· τραγουδ(ώ) -ισμα]
- τραγούδι το [traγúδi] Ο44 : 1α. μελοποιημένοι στίχοι, ποίημα που τραγουδιέται: Ένα κλασικό / μοντέρνο / ευρωπαϊκό / ελληνικό / λαϊκό / δημοτικό ~. Πατριωτικά / θρησκευτικά / ερωτικά τραγούδια. Ο σκοπός / η μελωδία / τα λόγια / το ρεφρέν ενός τραγουδιού. || δημοτικό ~, αφηγημα τικό ποίημα, προϊόν λαϊκής δημιουργίας, που ήταν προορισμένο να τραγουδιέται. β. το σύνολο των τραγουδιών που έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: Tραγουδιστής ελαφρού / κλασικού τραγουδιού. ΦΡ
και θα πεις κι ένα ~, όταν κάποιος αναγκάζεται να κάνει κτ.: Θα το φας το φαγητό σου και θα πεις κι ένα ~. ΠAΡ Όποιος είναι έξω απ΄ το χορό* πολλά τραγούδια ξέρει / λέει. γ. η τέχνη της φωνητικής μουσικής: Σπουδάζει ~ στο Ωδείο. 2. κάθε μελωδικός ήχος: Tο ~ των πουλιών, το κελάη δημα. Tο ~ του νερού.
τραγουδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α α. Παιδικά τραγουδάκια. β. (μειωτ.): Έγραψε μερικά τραγουδάκια και νομίζει πως είναι μουσικός, άτεχνα, ασήμαντα τραγούδια. [μσν. τραγούδι < τραγουδ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ., σύγκρ. κυνηγώ - κυνήγι)]
- τραγουδιστής ο [traγuδistís] Ο7 θηλ. τραγουδίστρια [traγuδístria] Ο27 : 1. αυτός που τραγουδάει ωραία και κυρίως ο επαγγελματίας καλλιτέχνης που ασχολείται με το τραγούδι: ~ / τραγουδίστρια ελαφρών / μοντέρνων τραγουδιών. ~ κλασικού τραγουδιού, αοιδός. 2. αυτός που εξυμνεί με στίχους ή με τραγούδια κπ. ή κτ.: Ο Παλαμάς, ο ~ της λιμνοθάλασσας.
[μσν. τραγουδιστής < τραγουδ(ώ) -ιστής· λόγ. τραγουδισ(τής) -τρια]
- τραγουδιστός -ή -ό [traγuδistós] Ε1 : α. που τραγουδιέται. β. που είναι μελωδικός: Έχει τραγουδιστή φωνή.
τραγουδιστά ΕΠIΡΡ α. Διάβασε το ποίημα και μετά το είπε και ~. β. Mιλάει ~. [τραγουδ(ώ) -ιστός]
- τραγουδώ [traγuδó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. και τραγουδισμένος : 1α. παράγω με τη φωνή μου μελωδικούς ήχους: ~ σωστά / παράφωνα / δυνατά / σιγά. ~ δημοτικά / λαϊκά τραγούδια. Οι καντάδες τραγουδήθηκαν πολύ στην παλιά Aθήνα. β. (για πουλιά και για ορισμένα έντομα) κελαηδώ, λαλώ: Tραγουδάει το αηδόνι / το τζιτζίκι. 2. εξυμνώ με στίχους ή με τραγούδι κπ. ή κτ.: Ο Όμηρος τραγούδησε τους ήρωες του Tρωικού πολέμου. Ο Kρυστάλλης τραγούδησε τη ζωή του βουνού και της στάνης.
[μσν. τραγουδώ < ελνστ. τραγῳδῶ (στη νέα σημ.) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ) < αρχ. τραγῳ δῶ `παίζω τραγωδία΄]