Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρίκυκλο το [tríkiklo] Ο42 : όχημα με τρεις ρόδες, με καρότσα και με μηχανή μικρής ιπποδύναμης, που το χρησιμοποιούν για μεταφορές.
[λόγ. < γαλλ. tricycle < tri- = τρι- 1 + αρχ. κύκλ(ος) -ον]