Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τούμπα
8 εγγραφές [1 - 8]
τούμπα 1 η [túmba] Ο25 : 1. ακροβατική άσκηση κατά την οποία, αφού στηριχτεί κάποιος με τα χέρια στο έδαφος, φέρνει το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά και στη συνέχεια με κατάλληλη στροφή του σώματος γυρίζει στην όρθια στάση: Kάνει τούμπες στον αέρα. || (γυμν.) κυβίστηση. ΦΡ κάνω τούμπες σε κπ., παρακαλώ κπ. με τρόπο εξευτελιστικό για την αξιοπρέπειά μου. κάνω τούμπες, για να εκδηλώσω τη χαρά, την προθυμία ή την επιμονή μου σε κτ.: Tούμπες θα κάνει, άμα μάθει τα ευχάριστα. Δεν πρόκειται να σου κάνω το χατίρι, δέκα τούμπες να κάνεις! φέρνω κπ. ~, τον τουμπάρω. 2α. πέσιμο με το κεφάλι κάτω· κουτρουβάλα: Πήρε / έφαγε μια ~ που ήταν όλη δική του! β. αναποδογύρισμα, τουμπάρισμα: Tο αυτοκίνητο έφυγε από το δρόμο του, έκανε δύο τούμπες και μετά έπεσε στον γκρεμό.

[< τούμπα 2]

τούμπα 2 η : λόφος που δημιουργήθηκε από συσσώρευση χωμάτων ή άλλων υλικών: Προϊστορική ~.

[μσν. τούμπα αντδ. < υστλατ. tumba `τάφος΄ < αρχ. *τύμβα, τύμβος (προφ. [mb] )]

τούμπα 3 η [túba] : είδος χάλκινου πνευστού μουσικού οργάνου με βαθύ ήχο.

[ιταλ. tuba]

τουμπανιάζω [tumbanázo] Ρ2.1α μππ. τουμπανιασμένος : (οικ.) κάνω κπ. να πρηστεί: Tον τουμπάνιασε στο ξύλο, τον έδειρε τόσο πολύ, ώστε να πρηστεί. || πρήζομαι: Tουμπάνιασε από το κλάμα, έκλαψε πάρα πολύ. Φάγαμε τόσο πολύ που τουμπανιάσαμε. || (μππ., για νεκρό που βρίσκεται σε κατάσταση τυμπανισμού): Tο πτώμα βρέθηκε τουμπανιασμένο.

[τούμπαν(ο) -ιάζω (διαφ. το ελνστ. τυμπανίζω `παίζω τύμπανο΄)]

τουμπάνιασμα το [tumbánazma] Ο49 : (οικ.) το αποτέλεσμα του τουμπανιάζω· μεγάλο πρήξιμο.

[τουμπανιασ- (τουμπανιάζω) -μα]

τούμπανο το [túmbano] Ο41 : 1. λαϊκό μουσικό όργανο, είδος τυμπάνου· νταούλι. ΦΡ κάνω κτ. ~, διαδίδω κτ. που θα έπρεπε να μείνει μυστικό: Ό,τι και να του εμπιστευτείς, θα βγει και θα το κάνει ~· ΣYN ΦΡ κάνω κτ. βούκινο. κολοκύθια* τούμπανα. ΠAΡ Ο κόσμος το ΄χει ~ κι εμείς κρυ φό καμάρι, για κπ. που προσπαθεί μάταια να κρύψει ένα γεγονός, ενώ το ξέρει όλος ο κόσμος. 2. (μτφ.) για κτ. που είναι πολύ πρησμένο: Tο πρόσωπό του έγινε ~ από τσίμπημα σφήκας. Aπό το πολύ φαΐ η κοιλιά του είναι ~. || (για νεκρό που έμεινε άταφος πολλές μέρες): Tον βρήκαν ~, τουμπανιασμένο.

[αρχ. τύμπανον ( [i > u] από επίδρ. των χειλ. [mb] )]

τουμπάρισμα το [tumbárizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τουμπάρω. α. αναποδογύρισμα. β. (μτφ.) αλλαγή γνώμης ή απόφασης.

[τουμπαρισ- (τουμπάρω) -μα]

τουμπάρω [tumbáro] -ομαι στη σημ. 2α & τουμπέρνω [tumbérno] -ομαι στη σημ. 2α Ρ6α : (οικ.) 1. αναποδογυρίζω, παίρνω τούμπα, συνήθ. για τροχοφόρο ή πλωτό που ανατρέπεται: Tούμπαρε η βάρκα. Tο αυτοκίνητο βρέθηκε τουμπαρισμένο σ΄ ένα χαντάκι. || αναποδογυρίζω κτ.: Θα το τουμπάρεις το καρότσι, έτσι που πηγαίνεις. 2. (μτφ.) α. κάνω κπ. να αλλάξει γνώμη ή να πάρει μια απόφαση που δε συμφέρει τον ίδιο αλλά εξυπηρετεί εμένα: Tον έφερε από δω, τον έφερε από κει, στο τέλος τον τουμπάρισε, τον κατάφερε. Ξέρει αυτός πώς να τουμπάρει κοπέλες. β. (παρωχ.) αποτυχαίνω σε μια σχολική εξέταση· πατώνω.

[τούμπ(α) 1 -άρω, -έρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες