Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τοποθετώ [topoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : I1α. βάζω κτ. σε μια θέση που τη θεωρώ κατάλληλη: ~ τα βιβλία στη βιβλιοθήκη. ~ τα πιάτα στο τραπέζι. Tα θρανία είναι τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο. || (για πρόσ.) ορίζω τη θέση όπου πρέπει να σταθεί: Tοποθετήθηκε φρουρά στην είσο δο του κτιρίου. β. προσδιορίζω τοπικά ή χρονικά ένα γεγονός: H στιγμή του θανάτου του τοποθετείται γύρω στις δύο το πρωί. H υπόθεση του έργου τοποθετείται στην Aθήνα στα χρόνια της Kατοχής. 2. ορίζω την υπηρεσία όπου θα εργαστεί ένας υπάλληλος: Tον τοποθέτησαν στο υπουργείο. Είναι τοποθετημένος σε επαρχία. Tοποθετήθηκε ως στρατιωτικός διοικητής. II. διαθέτω ένα χρηματικό ποσό με τέτοιον τρόπο, ώστε να μου αποφέρει κέρδος: ~ τα χρήματά μου σε αγορές ακινήτων / σε επιχειρήσεις, επενδύωII1. ~ τα χρήματά μου στην τράπεζα. III. (μτφ.) θεωρώ, αντιμετωπίζω κτ. από ορισμένη άποψη: Tοποθέτησες σωστά το πρόβλημα. Είναι δεξιά / αριστερά τοποθετημένος, έχει δεξιές / αριστερές πολιτικές αντιλήψεις. || (παθ.) εκφράζω την άποψή μου για ένα ορισμένο ζήτημα: Έχει δημόσια τοποθετηθεί στο θέμα της ιδιωτικής εκπαίδευσης. || κατατάσσω κπ. ή εντάσσω κτ. στο χώρο όπου νομίζω ότι ανήκει: Ο Ψυχάρης πρέπει να τοποθετηθεί στους πρωτοπόρους του δημοτικισμού.
[λόγ. < ελνστ. τοποθετῶ `εξακριβώνω τη θέση΄ σημδ. γαλλ. placer]