Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοποθεσία
1 εγγραφή
τοποθεσία η [topoθesía] Ο25 : η θέση όπου βρίσκεται ένας ορισμένος τόπος ή ένα ακίνητο: Σπίτι / οικόπεδο σε καλή ~. Ερημική ~. || θέση εξοχική, τοπίο: Έξω από την πόλη υπάρχουν πολύ ωραίες τοποθεσίες.

[λόγ. < ελνστ. τοποθεσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες