Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τεχνολογία 1 η [texnolojía] Ο25 : 1. η μελέτη των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή των τεχνικών γνώσεων στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας και με επέκταση, οι κατακτήσεις του ανθρώπου στον τεχνικό τομέα: Προϊόν σύγχρονης / προηγμένης τεχνολογίας. H ανάπτυξη της γερμανικής / της ιαπωνικής / της αμερικανικής τεχνολογίας. H ~ του 20ού αι. 2. το σύνολο των διαδικασιών με τις οποίες μετατρέπονται οι πρώτες ύλες σε βιομηχανικά προϊόντα: Xημική ~. ~ τροφίμων.
[λόγ. < γαλλ. technologie < techno- = τεχνο- + -logie = -λογία]
- τεχνολογία 2 η : η γραμματική ανάλυση των λέξεων.
[λόγ. < ελνστ. τεχνολογία]