Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τεμπέλης -α -ικο [tembélis] Ε9 : που δε θέλει, που βαριέται να δουλέψει. ANT εργατικός: ~ άνθρωπος. Tεμπέλα γυναίκα. Tι τεμπέλικο πλάσμα είσαι εσύ! || (ως ουσ.) ο τεμπέλης, θηλ. τεμπέλα: Οι τεμπέληδες δεν προκόβουν.
τεμπελάκος ο YΠΟKΟΡ στο ουσ. τεμπέλαρος ο MΕΓΕΘ στο ουσ. [τουρκ. tembel (από τα περσ.) -ης· τεμπέλ(ης) -άκος, -αρος]