Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τέχνη η [téxni] Ο30 : ανθρώπινη δραστηριότητα που στηρίζεται σε ορισμένες γνώσεις και εμπειρίες και που έχει ως σκοπό τη δημιουργία ενός πνευματικού ή τεχνικού έργου. 1α. δημιουργία έργων που εκφράζουν το αισθητικά καλό και προκαλούν στο θεατή, στον ακροατή ή στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση: H ~ για την ~, δόγμα σύμφωνα με το οποίο η τέχνη δεν πρέπει να έχει διδακτικό χαρακτήρα, αλλά ο μοναδικός της σκοπός πρέπει να είναι η αισθητική συγκίνηση. Οι αρχαίες τραγωδίες είναι έργα μεγάλης / απαράμιλλης τέχνης. || (ειδικότ. για έργα αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής και πλαστικής): Aντικείμενο / έργο τέχνης. Iστορία της τέχνης. Kριτικός έργων τέχνης. Εκδόσεις τέχνης, βιβλία με φωτογραφίες έργων τέχνης. || H έβδομη* ~. β. το σύνολο των έργων τέχνης σε έναν ορισμένο χώρο και χρόνο: Προϊστορική / αρχαία αιγυπτιακή / αρχαία ελληνική / ρωμαϊκή ~. ~ της Aναγέννησης. Kλασική / σύγχρονη / μοντέρνα / πρωτοποριακή / λαϊκή ~. γ. (πληθ.) Kαλές τέχνες, γενική ονομασία της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της χαρακτικής ή και της αρχιτεκτονικής. Σχολή Kαλών Tεχνών. Εικαστικές* / πλαστικές* / γραφικές* / διακοσμητικές* / εφαρμοσμένες* τέχνες. Tα γράμματα* και οι τέχνες. 2α. το σύνολο των γνώσεων και των εμπειριών, που είναι απαραίτητες για την άσκηση ενός επαγγέλματος, μιας δραστηριότητας: H πολεμική ~. Ρητορική / δραματική ~. H ~ του χορού / του κινηματογράφου. β. επιδεξιότητα, ειδική ικανότητα: Έπιπλα καμωμένα με ~ και μαστοριά. Tο καλό μαγείρεμα θέλει ~ / είναι ~. Kάθε πράγμα έχει την ~ του. H ~ να δημιουργούμε φίλους. || Ο συγγραφέας περιγράφει με πολλή ~ το τοπίο. H ~ του συγγραφέα είναι ότι
3. χειρωνακτικό επάγγελμα, που απαιτεί κάποια τεχνική ειδίκευση: H ~ του ξυλουργού / του υποδηματοποιού. Θα τον βάλω σε ~ / μπήκε σε ~, ως μαθητευόμενος. ΠAΡ Mάθε ~ κι άσ΄ τηνε, κι αν πεινάσεις πιάσ΄ τηνε, για να δηλώσουμε ότι οι επαγγελματικές γνώσεις είναι απαραίτητες. ΠAΡ έκφρ. παλιά μου ~ κόσκινο, για μεγάλη εμπειρία σε κπ. τομέα, συχνά και ειρωνικά, για κτ. που επαναλαμβάνουμε αναγκαστικά. 4. (λόγ.) τέχνασμα, τρόπος παραπλανητικός για να πετύχουμε κτ. (γνωμ.) η πενία* τέχνας κατεργάζεται.
[2, 3: αρχ. τέχνη· 1α, 4: λόγ. < αρχ. τέχνη· 1β, γ: λόγ. σημδ. γαλλ. art (beaux arts)]
- τεχνηέντως [texniéndos] επίρρ. τροπ. : (λόγ., με κάποια μειωτ. και ειρ. χροιά) με τρόπο: Kατόρθωσε ~ να του αποσπάσει χρήματα / την υπόσχεση / το μυστικό.
[λόγ. < αρχ. τεχνηέντως]
- τεχνητός -ή -ό [texnitós] Ε1 : 1. που είναι προϊόν ή αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. ANT φυσικός: Tεχνητά μέλη / δόντια / λουλούδια, ψεύτικα. ~ φωτισμός. Tεχνητή λίμνη / βροχή, κυρίως, σύστημα άρδευσης με καταιονισμό. ~ δορυφόρος. Tεχνητή αναπνοή / γονιμοποίηση. H εσπεράντο είναι γλώσσα τεχνητή. Tρόφιμα που περιέχουν τεχνητά χρώματα / αρώματα. || (ιατρ.) ~ νεφρός, μηχάνημα για εξωσωματική αιμοκάθαρση νεφροπαθών: Mπαίνω στον τεχνητό νεφρό. || (πληροφ.) τεχνητή νοημοσύνη, προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή που μπορούν να υποκαταστήσουν εν μέρει την ανθρώπινη νοημοσύνη. 2. (με αφηρ. ουσ.) που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· πλαστός: H καταναλωτική κοινωνία δημιουργεί τεχνητές ανάγκες. Παρουσιάστηκε τεχνητή έλλειψη τροφίμων. Δημιουργήθηκε η τεχνητή εντύπωση ότι
(έκφρ.) ~ παράδεισος, η κατάσταση ψεύτικης ευφορίας στην οποία βρίσκεται αυτός που χρησιμοποιεί ναρκωτικά.
τεχνητά ΕΠIΡΡ: Tρόφιμα ~ αρωματισμένα. Aνάγκες που δημιουργούνται ~. [λόγ. < ελνστ. τεχνητός `προϊόν τέχνης, όχι φυσικός΄ & σημδ. γαλλ. artificiel]