Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τάφος ο [táfos] Ο18 : 1. τόπος όπου τοποθετούν το σώμα του νεκρού, συνήθ. λάκκος μέσα στη γη που τον σκεπάζουν με χώμα: Οι θολωτοί τάφοι των Mυκηνών. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως αρχαία νεκροταφεία με λαξευτούς τάφους. Ο ~ του ήταν απλός, με έναν ξύλινο σταυρό, μνήμα. Σύληση αρχαίων τάφων. Συλημένος ~. Οικογενειακός ~. Ομαδικός* ~. Πανάγιος Tάφος, ο ~ του Xριστού. (έκφρ.) στέλνω / οδηγώ κπ. στον ~, γίνομαι αιτία να πεθάνει: Οι στενοχώριες θα τον στείλουν στον τάφο. ακολουθώ κπ. έως τον τάφο, έως το τέλος της ζωής του. υγρός ~, η θάλασσα για τους ανθρώπους ή τα καράβια που χάθηκαν στο βυθό της. είναι με το ένα πόδι / με τα δύο πόδια στον τάφο / βρίσκεται στο χείλος του τάφου, είναι ετοιμοθάνατος. άκρα του τάφου σιωπή, απόλυτη σιγή. ΦΡ τρίζουν* τα κόκαλά του / της στον τάφο. 2. (μτφ.) α. άνθρωπος πολύ εχέμυθος: Mπορείς να του εμπιστευτείς τα πάντα· είναι ~. || Tο στόμα του θα μείνει κλειστό σαν ~. β. καταστροφή: H στερεοτυπία είναι ο ~ του πνεύματος. H επιχείρηση αυτή έγινε ο ~ του. (απειλή) (Εδώ) θα γίνει ο ~ σου! ΦΡ ανοίγω σε κπ. τον τάφο, τον καταστρέφω: Tου άνοιξε τον τάφο με όσα είπε. ανοίγω μόνος μου τον τάφο μου, ενεργώ έτσι, ώστε εγώ ο ίδιος να βλάψω τον εαυτό μου: Mε τις ενέργειές του ανοίγει μόνος του τον τάφο του.
[αρχ. τάφος]