Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σώφρων -ων -ον [sófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : ANT άφρων. (λόγ.) 1. για κπ. του οποίου οι σκέψεις και οι ενέργειες στηρίζονται στη γνώση της πραγματικότητας, στη σωστή κρίση και στην αίσθηση του μέτρου: Ένας ~ άνθρωπος δε θα ενεργούσε με αυτόν τον τρόπο. || (ως ουσ.) ο σώφρων. 2. για κτ. που χαρακτηρίζει τις εκδηλώσεις ενός σώφρονα ανθρώπου· συνετόςβ: H διακοπή των διαπραγματεύσεων δεν ήταν ~ ενέργεια. || Δεν είναι σώφρον να ενεργεί κάποιος υπό το κράτος εκνευρισμού και ταραχής.
[λόγ. < αρχ. σώφρων]