Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σώνω [sóno] -ομαι Ρ αόρ. έσωσα, απαρέμφ. σώσει, παθ. αόρ. σώθηκα, απαρέμφ. σωθεί, μππ. σωμένος και σωσμένος : 1.(οικ., συνήθ. παθ.) ΣYN τελειώνω. α. καταναλίσκω ή ξοδεύω κτ.: Σώθηκε το ψωμί. Σώθηκαν τα λεφτά. ΦΡ σώθηκε το λάδι* του / το καντήλι* του. || πυκνώνω ένα υγρό με το βρασμό: Aφήνω τη σάλτσα να σωθεί. Σώθηκε το ζουμί. || (παρωχ.) για κπ. που αδυνάτισε υπερβολικά: Πώς σώθηκε έτσι; β. (για αφηρ. ουσ.) εξαντλώ κτ.: Σώθηκε η υπομονή μου. (προφ.) Aκόμα δεν τα σώσατε;, ακόμη κουβεντιάζετε; (έκφρ.) σώθηκαν τα ψέματα*. 2. (λαϊκότρ.) α. φτά νω με το χέρι μου κτ. που βρίσκεται σε κάποιο ύψος ή βάθος: Δε ~ ίσαμ΄ εκεί. Δεν το ~ το κλαρί. β. πετυχαίνω κτ., το φτάνω, κυρίως σε εκφράσεις: (όρκος) να μη σώσω (να
), αν (δεν)
: Nα μη σώσω να δω άσπρη μέρα, αν σου λέω ψέματα. (κατάρα) να μη σώσει, να χαθεί, να πεθάνει. (να) μη σώσει και έρθει / απαντήσει κτλ., για να υπογραμμίσουμε την τέλεια αδιαφορία μας. να μην έσωνα να μιλούσα / να το ΄κανα / να πήγαινα κτλ., όταν κάνουμε κτ. για το οποίο μετανιώνουμε πικρά. τρέχω* και δε ~ / φτάνω. ΦΡ σώνει και καλά / καλά και σώνει, για κτ. που επιδιώκουμε με κάθε τρόπο, με πολύ μεγάλη επιμονή· ΣYN ντε και καλά: Θέλει σώνει και καλά να φύγει. 3. (προφ., λαϊκότρ.) σώζω, γλιτώνω κπ. ή κτ.: Στα χάλια που είναι δε σώνεται με τίποτα.
[μσν. σώνω < αρχ. σῴζω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. σωσ- κατά το σχ.: χασ- (έχασα) - χάνω]