Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύνοψη η [sínopsi] Ο33 : 1α.συντομευμένη μορφή ενός εκτενέστερου συγγράμματος: Tο επίτομο λεξικό του Δημητράκου είναι ~ του πολύτομου. β. συνόψιση. 2α. ~ των ευαγγελίων, η παράθεση, σε παράλληλες στήλες, των χωρίων των τριών πρώτων Ευαγγελίων που παρουσιάζουν αναλογίες ή που αναφέρονται στα ίδια περιστατικά. β. (Iερά) Σύνοψη, βιβλίο που περιέχει τις βασικές εκκλησιαστικές ακολουθίες και που χρησιμοποιείται από τους πιστούς.
[λόγ.: 1, 2α: ελνστ. σύνοψις `επιτομή΄ (-σις > -ση), αρχ. σημ.: `συνολικό κοίταγμα΄· 2β: μσν. σημ.]