Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σωματοφύλακας ο [somatofílakas] Ο5 : άνδρας που ανήκει σε ένοπλο σώμα και που είναι υπεύθυνος για την προσωπική ασφάλεια ενός υψηλού προσώπου. || ειδικά εκπαιδευμένο άτομο που συνοδεύει και προστατεύει από κινδύνους ή από ενοχλήσεις ένα ισχυρό ή διάσημο πρόσωπο.
[λόγ. < ελνστ. σωματοφύλαξ, αιτ. -ακα]