Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχόλιο
1 εγγραφή
σχόλιο το [sxólio] Ο40 : 1.σύντομη ερμηνευτική ή κριτική σημείωση σε χωρίο ποιητικού ή πεζού κειμένου: Σχόλια στον Hσίοδο / στον Όμηρο / στο Θουκυδίδη. || (γενικότ.) επεξηγηματικά στοιχεία που συμπληρώνουν ένα κείμενο και που συνήθ. τυπώνονται στο κάτω μέρος της σελίδας. 2α. γραπτά ή προφορικά διατυπωμένη άποψη που στηρίζεται συνήθ. σε επιστημονικά ή πραγματικά δεδομένα και που αναφέρεται σε ένα γεγονός, σε μια κατάσταση κτλ.: Ο πρωθυπουργικός λόγος προκάλεσε θετικά / αρνητικά σχόλια. Στις εφημερίδες γράφτηκαν πολύ καλά σχόλια για το καινούριο μου βιβλίο. (έκφρ.) κάθε ~ περιττεύει, για κτ. φανερό και αυταπόδεικτο. (λόγ. έκφρ.) ουδέν σχόλιον, όταν αρνούμαστε ή αποφεύγουμε να σχολιάσουμε κτ. || σύντομη δημοσιογραφική ανάλυση και κριτική, στον τύπο, στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο, σε θέματα πολιτικά, κοινωνικά κτλ. β. (συνήθ. πληθ.) δυσμενής κριτική που ασκείται εις βάρος κάποιου προσώπου: H συμπεριφορά του δίνει λαβή σε σχόλια. Aδιαφορώ για τα σχόλια του κόσμου. H προαγωγή του προκάλεσε τα σχόλια των συναδέλφων του.

[λόγ.: 1: ελνστ. σχόλιον· 2: σημδ. γαλλ. commentaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες