Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σφυγμομέτρηση η [sfiγmométrisi] Ο33 : 1.(ιατρ.) μέτρηση της συχνότητας των καρδιακών σφυγμών. 2. (στατ.) δειγματοληπτική έρευνα σε μικρές ή σε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού με προφορικές ή με γραπτές ερωτήσεις, που επαναλαμβάνεται σε περιοδικά διαστήματα, για να γίνουν γνωστές οι απόψεις τους σε συγκεκριμένα πολιτικά, κοινωνικά και λοιπά θέματα: Έρευνες βασισμένες σε σφυγμομετρήσεις δείχνουν άνοδο του (τάδε) κόμματος. || πρόχειρη, χωρίς επιστημονικές αξιώσεις διερεύνηση της γνώμης μιας μικρής ομάδας: Aπό μια ~ που έγινε στους δρόμους της πόλης μας προέκυψε ότι το συγκοινωνιακό είναι το πρώτο πρόβλημα.
[λόγ. σφυγμομετρη- (σφυγμομετρώ) -σις > -ση]