Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σφαδάζω
1 item total
σφαδάζω [sfaδázo] Ρ2.1α : 1.για άνθρωπο ή για ζώο που τινάζεται με σπασμούς, όταν πεθαίνει με βίαιο τρόπο. 2. τινάζομαι, τραντάζομαι από πολύ δυνατό σωματικό ή ψυχικό πόνο· σπαράζω: Σφαδάζει από τους πόνους / από το κλάμα.

[λόγ. < αρχ. σφαδᾴζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go