Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνταξιούχος ο [sindaksiúxos] Ο18 θηλ. συνταξιούχος [sindaksiúxos] Ο35 : αυτός που παίρνει σύνταξη: ~ του δημόσιου / του ιδιωτικού τομέα. || (ως επίθ.): ~ δάσκαλος / δικηγόρος. || (ειρ.): ~ φοιτητής, που ύστερα από πολλά χρόνια φοίτησης δεν κατόρθωσε να πάρει ακόμη πτυχίο.
[λόγ. σύνταξι(ς) 1 + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]