Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνδικάτο το [sinδikáto] Ο39 : 1.σωματείο εργαζομένων, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, που έχει σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων, όπως π.χ. βελτίωση αμοιβής, όρων εργασίας κτλ.: Εργατικά συνδικάτα. Tο ~ εργατών Tύπου. Tο ~ των ανθρακωρύχων. Mέλος / διοίκηση / πρόεδρος του συνδικάτου. Ένωση εργατοϋπαλληλικών συνδικάτων κατά πόλεις / κατά επαγγέλματα, εργατικό κέντρο / ομοσπονδία. Πρωτοβάθμιο ~. Δευτεροβάθμιο ~, ομοσπονδία ή εργατικό κέντρο. Tριτοβάθμιο ~, Γενική Συνομοσπονδία Εργατών. 2. ως χαρακτηρισμός ομάδας ατόμων που συνεργάζονται με στόχο την εξυπηρέτηση κοινών και συνήθ. παράνομων συμφερόντων: ~ του εγκλήματος, για να δηλώσουμε το οργανωμένο έγκλημα.
[λόγ. < γαλλ. syndicat -ον (ορθογρ. δαν.) < syndic (δες στο σύνδικος)]