Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνέδριο το [sinéδrio] Ο40 : 1α.συνεδρίαση εκπροσώπων επιστημονικών οργανώσεων, πολιτικών κομμάτων ή άλλων οργανωμένων ομάδων: Iατρικό / ιστορικό / πανεργατικό ~. Tο ιδρυτικό ~ του τάδε κόμματος. Οργάνωση / σύγκληση συνεδρίου. Επιστήμονας που έχει λάβει μέρος σε διεθνή συνέδρια. Στο ~ έγιναν πολλές επιστημονικές ανακοινώσεις από τους συνέδρους. Παρακολουθώ ένα ~. Συμμετέχω σε ένα ~. Kηρύσσω την έναρξη ενός συνεδρίου. β. (παρωχ., στο διεθνές δίκαιο) διάσκεψη, συνδιάσκεψη: Tο Συνέδριο της Bιέννης του 1815. Tο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι το 1919. γ. το σύνολο των μελών ενός συνεδρίου: Tο ~ διέκοψε τις εργασίες του. 2. Ελεγκτικό Συνέδριο, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο που ελέγχει τις δαπάνες των κρατικών υπηρεσιών.
[λόγ. < αρχ. συνέδριον]