Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγκλητικός -ή -ό [siŋglitikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στη σύγκλητο του πανεπιστημίου, που έχει σχέση με αυτήν: Συγκλητικές αποφάσεις. || (ως ουσ.) ο συγκλητικός, καθηγητής, μέλος της συγκλήτου του πανεπιστημίου. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο: Συγκλητικό δόγ μα. Συγκλητική επαρχία. Συγκλητική τάξη, η ανώτατη κοινωνική τάξη των ρωμαίων πολιτών. || (ως ουσ.) ο συγκλητικός, μέλος της ρωμαϊκής συγκλήτου.
[λόγ.: 2: ελνστ. συγκλητικός μτφρδ. (ελνστ.) λατ. senatorius· 1: κατά τη σημ. της λ. σύγκλητος1]