Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στόλος ο [stólos] Ο18 : 1α. το σύνολο των ναυτικών πολεμικών δυνάμεων μιας χώρας· πολεμικός στόλος: Ο ελληνικός / ο αμερικανικός ~. β. ένα υποσύνολο πολεμικών πλοίων με ενιαία διοίκηση: Ο έκτος αμερικανικός ~ στη Mεσόγειο. Yποβρυχιακός / αποβατικός ~. || Πειρατικός ~. 2. το σύνολο των εμπορικών σκαφών μιας χώρας ή μιας εταιρείας· εμπορικός στόλος. || Aλιευτικός ~, το σύνολο των σκαφών που χρησιμοποιούνται στην αλιεία. 3. σύνολο αεροσκαφών: Ο ~ των αεροπορικών εταιρειών ανανεώνεται συνεχώς. || το σύνολο των λεωφορείων που διαθέτει ένας συγκοινωνιακός οργανισμός.
στολίσκος ο YΠΟKΟΡ α. μικρός ναυτικός στόλος. β. στόλος που αποτελείται από ελαφρά αντιτορπιλικά. [λόγ. < αρχ. στόλος· λόγ. στόλ(ος) -ίσκος]