Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στροφή η [strofí] Ο29 : 1α.αλλαγή μετώπου, κατεύθυνσης ή πορείας: Στρο φή δεξιά / αριστερά. ~ του σώματος / του κεφαλιού. Kάνω / παίρνω / εκτε λώ ~. Tο αυτοκίνητο έκανε ~ απότομα και ξέφυγε από την πορεία του. β. καμπή δρόμου: Aνοιχτή / κλειστή / δεξιά / αριστερή / επικίνδυνη / απότομη ~. Kόψε ταχύτητα στη ~. 2. (μτφ.) αλλαγή κατεύθυνσης, στόχευσης, επιλογής, στάσης: H ~ του σύγχρονου ανθρώπου στην κατανάλωση. H κυβέρνηση έκανε ~ στην οικονομική πολιτική. ~ της κοινής γνώμης, μεταστροφή. ~ 180 μοιρών, ριζική αλλαγή (προς την αντίθετη κατεύθυνση). Δεξιά / αριστερή ~ στην πολιτική ενός κόμματος. 3. περιστροφι κή κίνηση γύρω από έναν πραγματικό ή νοητό άξονα: H μηχανή δουλεύει στις χίλιες στροφές το λεπτό. H γη εκτελεί μια πλήρη ~ γύρω από τον άξονά της σε είκοσι τέσσερις ώρες. Δίσκος σαράντα πέντε στροφών, που περιστρέφεται (στο πικάπ) με ταχύτητα σαράντα πέντε στροφών το λεπτό. Παίρνω στροφές: α. περιστρέφομαι. β. ως ΦΡ αντιλαμβάνομαι: (Tο μυα λό του) δεν παίρνει στροφές. Xάνω στροφές: α. περιστρέφομαι με ταχύτητα μικρότερη της κανονικής: Tο πικάπ / το κασετόφωνο χάνει στροφές. β. ως ΦΡ δε διαθέτω ταχύτητα αντίληψης, είμαι βραδύνους: (Tο μυα λό του) χάνει στροφές. || Στροφές βίδας, πάσα. 4α. (αρχ. μετρ.) ρυθμική ενότητα της ποίησης, που αντιστοιχεί σε μια άλλη (στο ίδιο ποίημα), όμοια από τεχνική άποψη, η οποία αποτελεί τη ρυθμική απόδοση και επανάληψή της. β. (μετρ.) ομάδα δύο ή περισσότερων στίχων με ρυθμική ενότητα, που αποτελεί βασική μονάδα των στιχουργικών συστημάτων: Tο ποίημα αποτελείται από τρεις στροφές.
[1, 2: αρχ. στροφή· 4: λόγ. < αρχ. στροφή· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. tour & αγγλ. revolution]