Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρατός ο [stratós] Ο17 : 1α. οργανωμένο σύνολο ανθρώπων, κυρίως ανδρών, εκπαιδευμένο στη χρήση των όπλων και στη διεξαγωγή του πολέμου στην ξηρά και εφοδιασμένο με τον κατάλληλο οπλισμό, που διοικείται από έναν αρχηγό ή από μια ηγεσία: Tακτικός ~. Εθελοντικός / μισθοφορικός / ανταρτικός / λαϊκός / κυβερνητικός / εθνικός ~. β. το σύνο λο των ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας, που αποτελείται από το στρατό ξηράς, από το ναυτικό και από την αεροπορία: Ο ελληνικός ~ είναι ισχυρός. Οι στρατοί των κρατών του NATΟ. Aκατανίκητος / νικηφόρος ~. Yπηρετεί στο στρατό. Aπολύθηκε / αποτάχτηκε από το στρατό. Ο ~ ανέλαβε την εξουσία, οι στρατιωτικοί. || τμήμα των ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας: Ο γερμανικός ~ κατοχής στην Ελλάδα (1941-44). 2. (μτφ.) μεγάλο σύνολο ανθρώπων που αγωνίζονται με θάρρος, με πειθαρχία και με ανιδιοτέλεια για ένα ιδεώδες: Οι νέοι όλου του κόσμου θα γίνουν ένας ειρηνικός ~. Στρατός Σωτηρίας*. || (προφ., ειρ.) για πολλά άτομα που ζουν ή που μετακινούνται μαζί: Έχει ολόκληρο στρατό να θρέψει, πολύ μεγάλη οικογένεια.
[λόγ.: 1: αρχ. στρατός· 2: σημδ. γαλλ. armée]
- στρατόσφαιρα η [stratósfera] Ο27 : (μετεωρ.) το στρώμα της ατμόσφαιρας, μετά την τροπόσφαιρα, που φτάνει σε ύψος έως πενήντα περίπου χιλιόμετρα από την επιφάνεια της γης.
[λόγ. < γαλλ. stratosphère < λατ. strat(us) `έκταση΄ -ο- + -sphère < αρχ. σφαῖρα κατά το atmosphère = ατμόσφαιρα]