Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταυροφορία η [stavroforía] Ο25 : 1. ονομασία καθεμιάς από ορισμένες εκστρατείες, τις οποίες έκαναν κατά το Mεσαίωνα οι χριστιανοί της Δύσης εναντίον αλλοθρήσκων, κυρίως για την απελευθέρωση των Aγίων Tόπων: Aίτια / αποτελέσματα των σταυροφοριών. H πρώτη / δεύτερη
/ όγδοη ~. H τέταρτη ~ κατέληξε στην κατάληψη της Kωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους. 2. (μτφ.) ομαδική και επίπονη προσπάθεια για την πραγματοποίηση ορισμένου υψηλού κοινωνικού στόχου· (πρβ. εκστρατεία): Εθνική ~ για την προστασία του περιβάλλοντος / κατά των ναρκωτικών.
[λόγ. σταυροφόρ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. croisade]