Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στέφω [stéfo] -ομαι Ρ4 : 1. βάζω το στέμμα στο κεφάλι του νέου μονάρχη κατά την τελετή της στέψης: Ο Kαρλομάγνος πήγε στη Ρώμη, όπου στέφθηκε από τον πάπα. || (επέκτ.) για τα καλλιστεία, απονέμω τίτλο ομορφιάς: Στέφθηκε βασίλισσα της ομορφιάς / σταρ Ελλάς. 2α. (λόγ., στο μυστήριο του γάμου) στεφανώνω: Στέφεται ο δούλος του Θεού. β. (μτφ., για ανθρώπινη ενέργεια) τελειώνω, εκτελούμαι με επιτυχία: H επιχείρηση / η μεταρρύθμιση / η επανάσταση / η εκστρατεία στέφθηκε από πλήρη επιτυχία.
[λόγ.: 2: αρχ. στέφω `τοποθετώ στέφανο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· 1: σημδ. γαλλ. couronner]