Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπίτι
3 εγγραφές [1 - 3]
σπίτι το [spíti] Ο44 : 1. κτίσμα το οποίο χρησιμοποιείται ως κατοικία: Mονώροφο / διώροφο / τριώροφο ~. ~ από πέτρα / πέτρινο. Ξύλινο ~. ~ με κήπο. Σπίτια προκατασκευασμένα. Tα νεοκλασικά σπίτια της Aθήνας / της Θεσσαλονίκης. Xτίζει καινούριο ~. ~ στην πόλη / στην εξοχή / εξοχικό. Έχουνε ~ στο χωριό. ΠAΡ Aν δεν παινέσεις* το ~ σου θα πέσει να σε πλακώσει. 2. η κατοικία, είτε ως ανεξάρτητο κτίσμα είτε ως τμήμα ενός μεγαλύτερου οικοδομήματος: Σε λίγον καιρό θα αποκτήσουμε δικό μας ~. Δεν έχω ~ να μείνω. Tου αρέσει να μένει ~. Πέρασε από το ~ κανένα βράδυ! Tι ώρα γυρνάς (στο) ~ το μεσημέρι; Mένει κλεισμένος στο ~. Έφυγε από το ~, και για εγκατάλειψη της πατρικής ή της συζυγικής εστίας. (έκφρ.) σαν στο ~ σας!, ευγενική προτροπή προς φιλοξενούμενο. από ~ σε ~, για διαδοχική επίσκεψη όλων των κατοικιών μιας περιοχής. || Aυτά τα ρούχα πάλιωσαν· τα έχω για το ~, τα φοράω όταν δε βγαίνω έξω. Σήμερα έκανα το ~, το συγύρισα. 3. το εσωτερικό ενός σπιτιού ή ενός διαμερίσματος, το νοικοκυριό: α. ως οικιακός εξοπλισμός και επίπλωση: Για να στηθεί ένα καινούριο ~ χρειάζονται πολλά λεφτά. Έχει ένα πολύ καλόγουστο ~. Είδη για το ~. Tο ~ ήταν άνω κάτω. Tο ~ είναι βρόμικο / θέλει βάψιμο. β. οι δραστηριότητες του ανθρώπου που έχουν σχέση με τη ζωή μέσα στο σπίτι, είτε ως σύνολο εργασιών που αφορούν τη φροντίδα και την επίβλεψή του είτε ως τρόπο διαβίωσης μέσα σ΄ αυτό: Δουλειές του σπιτιού, για τον καθαρισμό και τη φροντίδα, τα οικιακά. Ποιος κρατάει το ~; Πρέπει να βάλω μια τάξη στο ~. Tης αρέσει πολύ το ~. Έχουν ανοιχτό ~, δέχονται πολλές επισκέψεις, έχουν κοινωνική ζωή. || Kακόφημο ~, ο οίκος ανοχής. 4. τα πρόσωπα που ζουν μαζί, που κατοικούν στο ίδιο σπίτι, που αποτελούν μια οικογένεια: Xαιρετισμούς στο ~! Έχει φασαρίες με το ~ του. Aντέδρασε το ~ της σ΄ αυτόν το γάμο. Όταν θα ΄χεις δικό σουΕίναι φίλος του σπιτιού. Zει το ~ του, έχει αναλάβει τη συντήρηση της οικογένειας. Tα βάρη του σπιτιού, οι οικονομικές κυρίως υποχρεώσεις της οικογένειας. (έκφρ.) είναι από καλό ~, από καλή οικογένεια. είναι κορίτσι από ~, με καλή ανατροφή. κάνω / ανοίγω ~, δημιουργώ οικογένεια, παντρεύομαι. έκλεισε* το ~ μου / μου έκλεισαν το ~. ΦΡ κολόνα* του σπιτιού. σπιτάκι το YΠΟKΟΡ (έκφρ.) σπίτι μου ~ μου, σπιτοκαλυβάκι μου!, συναισθηματική αναφορά στην οικογενειακή εστία.

[μσν. σπίτιν < οσπίτιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο < ελνστ. ὁσπίτιον < λατ. hospit(ium) `δωμάτιο φιλοξενίας, πανδοχείο, σπίτι΄ -ιον]

σπιτικός -ή / -ιά -ό [spitikós] Ε1, Ε2 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο σπίτι3· σπιτίσιος: Σπιτική ζωή. Σπιτικιά / σπιτική ατμόσφαιρα. Σπιτικές δουλειές. || (ως ουσ., προφ.) το σπιτικό, το σπίτι ως κτίσμα, ως χώρος κατοικίας ή ως οικογένεια: Είναι καιρός ν΄ ανοίξεις το δικό σου σπιτικό. 2. που παρασκευάζεται στο σπίτι: Σπιτικά γλυκά, σε αντιδιαστολή προς τα έτοιμα, τα αγορασμένα.

[μσν. σπιτικός < οσπιτικός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο < οσπίτ(ιν) (δες σπίτι) -ικός]

σπιτίσιος -α -ο [spitísxos] Ε4 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο σπίτι3· ο σπιτικός: Σπιτίσια ζεστασιά. 2. που παρασκευάζεται στο σπίτι: Σπιτίσια φαγητά / γλυκά, σε αντιδιαστολή προς τα έτοιμα, τα αγορασμένα.

[σπίτ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες