Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σμίλη
1 εγγραφή
σμίλη η [zmíli] Ο30 : 1. εργαλείο του γλύπτη. 2. (λόγ.) καλέμι.

[λόγ. < ελνστ. σμίλη, αρχ. σημ.: `μαχαίρι για σκάλισμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες