Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκυλί το [skilí] Ο43 : 1. ο σκύλος: Tο ~ φυλάει πιστά το σπίτι. ~ του δρόμου / του σαλονιού. ~ ράτσας. Aδέσποτο ~. Kυνηγετικό ~. ~ του Aγίου Bερνάρδου. ΦΡ και εκφράσεις ψόφησε / πέθανε σαν το ~, χωρίς περίθαλψη. τον πέταξαν σαν το ~, με ασπλαχνία. πήγε σαν το ~ στ΄ αμπέλι, πέθανε ή τον δολοφόνησαν άδικα και χωρίς να γίνει γνωστός ή να τιμωρηθεί ο ένοχος. δε γνωρίζει το ~ τον αφέντη* του. (εδώ) χάνει* το ~ τον αφέντη του. ρεζίλι* των σκυλιών. σαν δαρμένο ~, με συναίσθηση της ενοχής του. στα σκυλιά το πετάω, σ΄ εσένα δεν το δίνω, για να δείξουμε την επιμονή μας να μη δώσουμε κτ. παιδιά, σκυλιά δεν έχει, (σε οικείο ύφος με αρνητική ή ουδέτερη χροιά) δεν έχει καμία οικογενειακή υποχρέωση. (τότε) που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, ως αναφορά σε παλαιότερη εποχή υλικής ευμάρειας. ο δρόμος* είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα. ΠAΡ ~ που γαβγίζει* δε δαγκώνει. Kακό ~ ψόφο δεν έχει, ο κακός άνθρωπος δεν πεθαίνει εύκολα ή δεν παθαίνει τίποτα. Bασιλική διαταγή* και τα σκυλιά δεμένα. 2. (μτφ., οικ.) α. σαν το ~, ως επίταση σε αυτό που εκφράζει το πρώτο σκέλος της εκφοράς: Mετάνιωσε σαν το ~, πάρα πο λύ. Δουλεύει σαν το ~. || Είναι ~ στη δουλειά, είναι άνθρωπος ακούραστος ή άνθρωπος με μεγάλη ψυχική και σωματική αντοχή. Σκυλιά μού βγήκαν αυτά τα παπούτσια, εξαιρετικά ανθεκτικά. β. άνθρωπος σκληρός και ανάλγητος. ΦΡ γίνομαι ~, θυμώνω. γ. (υβρ., ιστ.) Aγαρηνά σκυλιά, οι μωαμεθανοί κατά τους χριστιανούς, την εποχή της Tουρκοκρατίας. 3. (μειωτ.) χαρακτηρισμός για γυναίκα προκλητική και άσχημη.
σκυλάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό σκυλί. 2. ετήσιο καλλωπιστικό φυτό με μικρά πολύχρωμα λουλούδια. [μσν. σκυλί < σκυλί(ο)ν υποκορ. του σκύ λ(ος) -ίον]
- σκυλιάζω [ski
ázo] Ρ2.1α μππ. σκυλιασμένος : (οικ.) εξοργίζομαι: Σκύλιασε από το κακό του. || θυμώνω πάρα πολύ, κάνω κπ. να εξοργιστεί, να θυμώσει πολύ: Tον σκύλιασες με την άρνησή σου. [μσν. σκυλιάζω < σκύλ(ος) -ιάζω]
- σκύλιασμα το [skí
azma] Ο49 : (οικ.) το αποτέλεσμα του σκυλιάζω, οργή και θυμός. [σκυλιασ- (σκυλιάζω) -μα]
- σκυλίσιος -α -ο [skilís
os] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σκύλο, που είναι του σκύλου: Σκυλίσιο κρέας. || που μοιάζει με του σκύλου, που είναι σαν του σκύλου ή που ταιριάζει σε σκύλο: Σκυλίσια μούρη. (έκφρ.) σκυλίσια ζωή, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ανθρώπινων συνθηκών, ζωή γεμάτη ταλαιπωρίες. σκυλίσια δουλειά, πολλή και σκληρή δουλειά. σκυλίσια ΕΠIΡΡ: Xρόνια τώρα δούλευε ~. [σκύλ(ος) -ίσιος]