Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκευοφυλάκιο το [skevofilákio] Ο40 : (εκκλ.) ειδικός χώρος στα δεξιά της Aγίας Tράπεζας, συνήθ. ένα ντουλάπι, στο οποίο φυλάγονται τα άμφια και τα ιερά σκεύη του ναού.
[λόγ. < ελνστ. σκευοφυλάκιον]