Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σιτάρι το [sitári] & στάρι το [stári] Ο44 : μονοετές φυτό, το κυριότερο από τα δημητριακά: Xωράφια με ~. || ο καρπός, ο σπόρος του φυτού, από τον οποίο, αφού αλεστεί, παράγεται το αλεύρι: Mαλακό / σκληρό ~. Ένα τσουβάλι ~. Aποθήκη σταριού. ΦΡ ξεχωρίζω την ήρα* από το ~ / ξεχώρισε η ήρα από το ~.
[μσν. σιτάρι < ελνστ. σιτάριον υποκορ. του αρχ. σῖτος· συγκ. του άτ. [i] ]