Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σθένος 1 το [sθénos] Ο46 : μεγάλη ψυχική δύναμη, θάρρος, αντοχή και αποφασιστικότητα: Δεν έχει το ~ να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Έδειξε μεγάλο ηθικό ~.
[λόγ. < αρχ. σθένος]
- σθένος 2 το : (χημ.) η ιδιότητα που έχουν τα άτομα ή τα ιόντα ενός στοιχείου να ενώνονται με άλλα άτομα ή ιόντα σε μια συγκεκριμένη αναλογία. || ο αριθμός των ατόμων υδρογόνου (ή ισοδύναμου προς το υδρογό νο στοιχείου), με τα οποία ενώνεται, ή τα οποία αντικαθιστά, ένα άτομο του στοιχείου αυτού.
[λόγ. < σθένος 1 σημδ. αγγλ. valency]
- σθένος 3 το : (γλωσσ.) η δυνατότητα του ρήματος να συνδυάζεται με έναν αριθμό διαφορετικών γλωσσικών στοιχείων τα οποία ανήκουν στο μορφολογικό επίπεδο.
[λόγ. < σθένος 2 σημδ. γαλλ. valence]