Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σημειωτόν το [simiotón] Ο (άκλ.) : (γυμν., και ως επίθ.) (βήμα) ~, ο επί τόπου βηματισμός: Σταμάτησαν το τροχάδην και άρχισαν το (βήμα) ~. Kάνω ~. || (μτφ.): Προχωρώ / πηγαίνω με βήμα ~, δεν κάνω καμιά πρόοδο ή προχωρώ πάρα πολύ αργά: Οι διαπραγματεύσεις προχωρούσαν με βήμα ~.
[λόγ. σημειω- (δες σημειώνω) -τόν, ουδ. του -τός απόδ. γαλλ. marquer le pas (διαφ. το ελνστ. σημειωτός `που συμπεραίνεται από κάποιο σημάδι΄)]