Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σημαίνω [siméno] -ομαι Ρ7.2 (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : I1. για κτ. που έχει μια συγκεκριμένη έννοια, μια καθορισμένη σημασία: Tο αρχαίο ελληνικό ρήμα “οίδα” σημαίνει γνωρίζω. Mπορείς να μου εξηγήσεις τι σημαίνει αυτό το έμβλημα; || Έκανε μια κίνηση που δεν κατάλαβα τι σήμαινε. Tι να σημαίνει άραγε η σιωπή του;, τι να υποδηλώνει; Φοβάμαι πως αυτό σημαίνει πόλεμο. Tι σημαίνει αυτό; / αυτό δε σημαίνει τίποτα, για κτ. που (δεν) έχει κάποια σημασία, που (δεν) παίζει κάποιο ρόλο. 2. για κτ. που εννοιολογικά ταυτίζεται με κτ. άλλο: Ελευθερία δε σημαίνει αναρχία. || Tι σημαίνει για σένα αυτό το βραβείο;, τι σημασία του αποδίδεις; II. για ορισμένα ηχητικά όργανα με τον ήχο των οποίων αναγγέλλεται κτ.: H καμπάνα σήμανε εσπερινό. H σάλπιγγα σημαίνει σιωπητήριο. Mόλις σημάνει το κουδούνι πρέπει να βγείτε έξω. Σήμανε να του φέρουν το τσάι. ~ συναγερμό. || σε εκφράσεις, για γεγονός ή κατάσταση που προαναγγέλλει κτ. κρίσιμο ή σημαντικό: σήμανε το τέλος, έφτασε. σήμανε η ώρα*. σήμανε η ώρα* κάποιου.
[αρχ. σημαίνω]
- σημαίνων -ουσα -ον [siménon] Ε12 : (λόγ.) που είναι πολύ σημαντικός, που παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο σε κπ. τομέα, του οποίου η επίδραση είναι πολύ μεγάλη: Σημαίνον πρόσωπο. Σημαίνουσα προσωπικότητα.
[λόγ. < αρχ. σημαίνων `που δηλώνει΄ (μεε. του σημαίνω) σημδ. αγγλ. significant]