Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σελίδα η [selíδa] Ο26 : 1. καθεμία από τις δύο όψεις ενός φύλλου χαρτιού, πάνω στο οποίο έχει γραφτεί ή τυπωθεί ένα κείμενο, ένα σχέδιο κτλ.: Πόσες σελίδες έχει το βιβλίο; Πρώτη / δεύτερη ~. H είδηση μπήκε στην πρώ τη ~ των εφημερίδων. Mου έστειλε ένα γράμμα δέκα σελίδων. H αρίθμηση των σελίδων της εισαγωγής του βιβλίου έγινε με λατινικούς αριθμούς. Λευκή ~, η άγραφη. || η επιφάνεια μιας σελίδας: Στο επάνω / στο κάτω μέρος της σελίδας. 2. το κείμενο μιας σελίδας: H μετάφραση / η δακτυλογράφηση πληρώνεται με τη ~. Θα μάθετε μια ~ από έξω. || Ο Παπαδιαμάντης έγραψε θαυμάσιες ηθογραφικές σελίδες, κείμενα. 3. (μτφ.) τμήμα της ζωής ή της ιστορίας ενός ατόμου, μιας ομάδας, ενός έθνους· κεφάλαιο
22: Mια ένδοξη / μια λαμπρή ~ της ελληνικής ιστορίας. H παγκόσμια ιστορία έχει πολλές σκοτεινές σελίδες. || (έκφρ.) γυρίζω / γυρνώ ~, ξεχνώ, διαγράφω το δυσάρεστο παρελθόν και κάνω στη ζωή μου μια καινούρια αρχή. 4. (πληροφ.) το κείμενο, οι εικόνες και γενικά κάθε πληροφορία που εμφανίζεται στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή όταν, μέσα από το ίντερνετ, ο χρήστης του πηγαίνει σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση. [λόγ. < ελνστ. σελίς, αιτ. -ίδα `στήλη κειμένου, σελίδα΄, αρχ. σημ.: `δοκάρι΄]
- σελιδαρίθμηση η [seliδaríθmisi] Ο33 : η αρίθμηση των σελίδων ενός εντύπου: Bιβλίο με λάθη στη ~.
[λόγ. σελιδ- (δες σελίδα) + αρίθμη(σις) -ση]