Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σίδερο το [síδero] Ο41 : I1. το μέταλλο σίδηρος: Σκεύη / εργαλεία από ~. Tα κάγκελα ήταν κατασκευασμένα από σφυρήλατο ~. 2. καταχρηστικά, για οποιοδήποτε μη ευγενές μέταλλο. ΦΡ στη βράση* κολλάει το ~. μασάω σίδερα, είμαι ρωμαλέος, δυνατός. ΠAΡ Θα φάει η μύγα* ~ και το κουνούπι ατσάλι. α. (πληθ.) α1. κομμάτια από μέταλλο: Σίδερα έχεις βάλει και δεν μπορώ να σηκώσω το κουτί; α2. (λαϊκ.) τα κάγκελα (της φυλα κής ή του τρελοκομείου), κυρίως στις εκφράσεις πίσω από τα σίδερα, στη φυλακή. είναι για τα σίδερα, για το τρελοκομείο. θα φάω τα σίδερα για να
, θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για να
ΠAΡ ΦΡ (ειρ.) της φυλακής* τα σίδερα είναι για τους λεβέντες. 3. (μτφ.) για κτ. εξαιρετικά: α. κρύο: Tα πόδια μου / τα χέρια μου είναι (σαν) ~. β. βαρύ: ~ είναι αυτή η βαλίτσα· δε σηκώνεται. γ. ανθεκτικό: Tο στομάχι του είναι (από) ~. IIα. μικρή οικιακή συσκευή για το σιδέρωμα των ρούχων: Hλεκτρικό ~. ~ ατμού. β. το σιδέρωμα: Έχω πολύ ~.
σιδεράκι το YΠΟKΟΡ 1α. μικρό κομμάτι από σίδερο. β. μικρό σίδερο σιδερώματος. 2. (πληθ.) ορθοδοντική κατασκευή που προσαρμόζεται στο στόμα. [μσν. σίδερον (στη σημ. I) < ελνστ. σίδηρα τά (τροπή του άτ. [ir > er] ) < αρχ. σίδηρος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- σιδερο- [siδero] & σιδερό- [siδeró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: I1. (προφ.) αναφέρεται στο σίδεροI· ειδικότερα δηλώνει ότι: α. είναι φτιαγμένο από σίδερο· (πρβ. σιδηρο-): σιδερόβεργα, ~γωνία. || (μτφ.): ~κέφαλος. β. είναι κατάλληλο για σιδερένιες επιφάνειες: σιδερόβιδα, σιδερόβουρτσα, ~πρίονο, σιδερόστοκος. 2. στην κοινή ονομασία φυτών: ~λάπαθο, σιδερόχορτο. II. αναφέρεται στο σίδεροII, στο ηλεκτρικό σίδερο, στο σιδέρωμα των ρούχων: σιδερόπανο, σιδερότυπο.
[μσν. σιδερο- < σιδηρο- (στη σημ. I) θ. του ουσ. σίδηρ(ος) -ο- (με τροπή του άτ. [ir > er] κατά το σίδηρος > σίδερο) ως α' συνθ.: μσν. σιδερο-κέφαλος, σιδηρο-κάψια `νομίσματα από σίδερο΄]
- σιδερόβεργα η [siδeróverγa] Ο27 : μεγάλη σε μήκος και λεπτή ράβδος από σίδερο.
[σιδερο- + βέργα]
- σιδερογωνιά η [siδeroγoná] Ο24 & σιδερογωνία η [siδeroγonía] Ο25 : (τεχν.) σιδερένιο έλασμα σε σχήμα Γ, που χρησιμοποιείται για συνδέσεις.
[σιδερο- + γωνιά· λόγ. επίδρ. κατά το γωνία]
- σιδεροκέφαλος -η -ο [siδerokéfalos] Ε5 : (προφ.) ευχή για καλή υγεία, αντοχή και κουράγιο σε κπ. που βρίσκεται στην αρχή της καριέρας του ή της πραγμάτωσης κάποιου έργου.
[μσν. σιδεροκέφαλος < σιδερο- + κεφάλ(ι) -ος]
- σιδερολοστός ο [siδerolostós] & σιδηρολοστός ο [siδirolostós] Ο17 : λοστός από σίδερο: Tου επιτέθηκαν με σιδερολοστούς και τον τραυμάτισαν στο κεφάλι.
[σιδερο- + λοστός· λόγ. επίδρ. κατά το σιδηρο-]
- σιδερόπανο το [siδerópano] Ο41 : 1. ειδικό πανί με το οποίο καλύπτεται η σιδερώστρα. 2. μεγάλο πανί από λεπτό ύφασμα που τοποθετείται επάνω από το ρούχο που σιδερώνουμε, για να μην έρχεται το σίδερο σε απευθείας επαφή με το ρούχο.
[σιδερο- + παν(ί) -ο]
- σιδερόπορτα η [siδeróporta] Ο27 : σιδερένια πόρτα.
[σιδερο- + πόρτα]
- σιδεροπρίονο το [siδeropríono] Ο41 : ειδικό πριόνι για την κοπή μετάλλων.
[σιδερο- + πριόν(ι) -ο]
- σιδερόστοκος ο [siδeróstokos] Ο20 : ειδικός στόκος για το στοκάρισμα μεταλλικών και γενικά σκληρών επιφανειών.
[σιδερο- + στόκος]