Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σίγμα το [síγma] Ο (άκλ.) : 1. ονομασία του δέκατου όγδοου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Σ, σ, ς): Kεφαλαίο / μικρό ~. Tελικό ~, που μπαίνει στο τέλος της λέξης. ΦΡ λέω κτ. με το νι* και με το ~. 2. ό,τι έχει το σχήμα του τελικού γράμματος σίγμα: Έγινα σαν ~ (τελικό), κύρτωσα.
[λόγ. < αρχ. σίγμα (ίσως < ρ. σίζω `σφυρίζω΄) (δες και Σ)]
- σιγματικός -ή -ό [siγmatikós] Ε1 : (γραμμ.) ~ αόριστος, που τον χαρακτηρίζει η παρουσία του [s], π.χ. έλυσα, έσκυψα.
[λόγ. < γαλλ. sigmatique ή γερμ. sigmatisch < αρχ. σιγματ- (σίγμα) -ique, -isch = -ικός]