Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σάρκα η [sárka] Ο25 : 1α. το μυώδες μέρος του σώματος των ανθρώπων και των ζώων, σε αντιδιαστολή προς τα οστά: Σφιχτή / πλαδαρή ~. H ρόδινη ~ του μωρού. Mύριζε καμένη ~. Οστά γυμνωμένα από τις σάρκες. Οι σάρκες της ξεχείλιζαν από παντού. (έκφρ.) με ~ και οστά, για κπ. που εμφανίζεται μπροστά μας αυτοπροσώπως. παίρνω / δίνω ~ και οστά, για κτ. το οποίο υλοποιείται, το οποίο γίνεται πραγματικότητα: Tα όνειρά του πήραν επιτέλους ~ και οστά. ~ από τη ~ μου: α. με συναισθηματική φόρτιση, για τα φυσικά ή πνευματικά μου τέκνα. β. για να τονιστεί η πολύ στενή σχέση που έχω με κτ.· ΣYN έκφρ. σαρξ εκ της σαρκός μου. ΦΡ τρώω* τις σάρκες μου. β. (προφ.) το μαλακό και χυμώδες μέρος των φρούτων, σε αντιδιαστολή προς τον πυρήνα: H μυρωδάτη ~ του ροδάκινου. 2. η υλική φύση του ανθρώπου και ειδικά το σεξουαλικό ένστικτο, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα ή την ψυχή: Οι επιθυμίες της σάρκας.
[μσν. σάρκα < αρχ. σάρξ, αιτ. σάρκα]
- σαρκάζω [sarkázo] Ρ2.1α : ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω κπ. με τρόπο ιδιαίτερα καυστικό, περιφρονητικό και χαιρέκακο· (πρβ. χλευάζω).
[λόγ. < ελνστ. σαρκάζω, αρχ. σημ.: `δείχνω τα δόντια (σαν σκύλος)΄]
- σαρκασμός ο [sarkazmós] Ο17 : η ενέργεια του σαρκάζω· λόγια ιδιαίτερα ειρωνικά και πικρόχολα που έχουν πρόθεση να πληγώσουν.
[λόγ. < ελνστ. σαρκασμός]
- σαρκαστής ο [sarkastís] Ο7 : αυτός που αντιμετωπίζει πρόσωπα και καταστάσεις με σαρκαστική διάθεση, αυτός που συνηθίζει να σαρκάζει.
[λόγ. σαρκασ- (σαρκάζω) -τής]
- σαρκαστικός -ή -ό [sarkastikós] Ε1 : που γίνεται με σαρκασμό, που έχει σχέση με το σαρκασμό ή με το σαρκαστή: Σαρκαστικά λόγια. Σαρκαστικοί στίχοι. Σαρκαστική αντιμετώπιση.
σαρκαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. sarcastique < sarcas(me) < ελνστ. σαρκασ(μός) -tique = -τικός]