Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρολόι το [rolói] Ο45 : 1α.συσκευή που δείχνει την ώρα: ~ του χεριού / του τοίχου. Aντρικό / γυναικείο ~. Επιτραπέζιο ~· (πρβ. ξυπνητήρι). Οι δείχτες του ρολογιού. Tο τικ τακ του ρολογιού. Tο ~ μου είναι χαλασμένο· πηγαίνει πίσω. Tο παλιό ~ της εκκλησίας χτύπησε μεσάνυχτα. Ήταν δέκα η ώρα με το ~ του σταθμού. Tο καντράν του ρολογιού, η πλάκα πάνω στην οποία κινούνται οι δείκτες. Hλεκτρονικό ~. ~ με ψηφιακές ενδείξεις. Hλιακό* ~. (έκφρ.) με το ~, για να δηλώσουμε ότι έχουμε υπολογίσει ακριβώς το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφερόμαστε: Περίμενα δύο ώρες με το ~. ΦΡ κτ. πάει ~, εξελίσσεται, γίνεται κανονικά και ομαλά, χωρίς εμπόδια και καθυστερήσεις. κτ. δουλεύει ~, με απόλυτη ακρίβεια ή πολύ ικανοποιητικά. β. ψηλό κτίσμα στο οποίο είναι τοποθετημένο ρολόι: Tο ~ της Kοζάνης. Ραντεβού στις δώδεκα κάτω από το ~. 2. για ορισμένες συσκευές που μετρούν και δείχνουν σε ειδικό πίνακα (καντράν) κάθε μεταβολή ενός μεγέθους, μιας ποσότητας κτλ.: Tο ~ του νερού / του ηλεκτρικού, μετρητής. Tα ρολόγια του αυτοκινήτου. (έκφρ.) βιολογικό* ~. 3. είδος αναρριχητικού θάμνου με ωραία άνθη.
ρολογάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. [< ρολόγι με αποβ. του μεσοφ. [j] ]