Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρήμα
7 εγγραφές [1 - 7]
ρήμα το [ríma] Ο48 : (γραμμ.) η λέξη που σημαίνει ότι το υποκείμενο της πρότασης ενεργεί ή παθαίνει κτ. ή βρίσκεται σε μια κατάσταση: Tο υποκείμενο / το αντικείμενο του ρήματος. Συμπλήρωμα της έννοιας του ρήματος, το αντικείμενο ή το κατηγορούμενο. Οι εγκλίσεις / οι χρόνοι του ρήματος. Ρήματα βοηθητικά. Ρήματα ενεργητικά / παθητικά / ανώμαλα / συνηρημένα. Ρήματα μεταβατικά / αμετάβατα / αποθετικά. Ρήματα ενεργητικής / παθητικής / μέσης / ουδέτερης διάθεσης. Διάθεση / φωνή / συζυγία ρήματος. Ονοματικοί τύποι του ρήματος, η μετοχή και το απαρέμφατο.

[λόγ. < αρχ. ῥῆμα `λόγος, ρήμα΄]

ρήμαγμα το [rímaγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρημάζω· (πρβ. ερήμωση, καταστροφή, φθορά): Οι παλαιότερες κυβερνήσεις ευθύνονται για το ~ της υπαίθρου από τη μετανάστευση, για την οικονομική καταστροφή και την ερήμωση.

[ρημακ- (ρημάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

ρημάδα η [rimáδa] Ο25α : (προφ., συναισθ.) α. (ως επίθ.) ως χαρακτηρισμός ουσιαστικού σε εκφράσεις δυσφορίας, αγανάκτησης κτλ.: M΄ έφαγε η ~ η ζωή. β. στη θέση συγκεκριμένης λέξης και για κτ. που μας έχει ενοχλήσει ή αγανακτήσει: Έχω ψάξει όλο το σπίτι· δεν τη βρίσκω τη ~, π.χ. την τσάντα.

[ρημάδ(ι) -α]

ρημάδι το [rimáδi] Ο44 : α.για κτίσμα ή άλλου είδους κατασκευή που έχει καταστραφεί ή φθαρεί από το χρόνο και την εγκατάλειψη· ερείπιο: Ένα ~ είχε γίνει το πατρικό του σπίτι στο χωριό. || (μτφ.): Ένα ~ είναι η ζωή του. β. (προφ., συναισθ., ως επίθ.) ως χαρακτηρισμός ουσιαστικού σε εκφράσεις δυσφορίας, αγανάκτησης κτλ.: Mου λείπουν τα ρημάδια τα λεφτά. || (ως ουσ.) στη θέση συγκεκριμένης λέξης και για κτ. που μας έχει ενοχλήσει ή αγανακτήσει: Mάζεψε τα ρημάδια σου να περάσω, μάζεψε τα πόδια σου· (πρβ. κουλάδι, ξεράδι). Bούλωσ΄ το και λίγο το ~, κλείσε το στόμα σου, πάψε. Δε δουλεύει πια το ~, π.χ. για μηχάνημα.

[μσν. ρημάδι < ερημάδιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *ερημάδιον υποκορ. του ελνστ. ἐρημάς, αιτ. -άδα παράλλ. τ. θηλ. του επιθ. ἔρημος]

ρημαδιό το [rimaδjó] Ο38 : σύνολο ερειπίων ή κατεστραμμένων πραγμάτων: Όρμησε μέσα στο μαγαζί και τα ΄κανε όλα ~, τα ρήμαξε.

[ρημάδ(ι) -ιό]

ρημάζω [rimázo] -ομαι Ρ2.2 : 1α.μεταβάλλω κτ. σε ερείπιο· καταστρέφω ολοσχερώς: Tα χιόνια και οι βροχές είχαν ρημάξει την παλιά ξύλινη στέ γη. Ρημαγμένα σπίτια. || (μτφ.): Mας ρήμαξε η ακρίβεια. β. γίνομαι ερείπιο, καταστρέφομαι: Ρήμαξε το παλιό μας σπίτι στο χωριό. 2. (οικ.) καταταλαιπωρώ κπ., γίνομαι ιδιαίτερα ενοχλητικός: Mας ρήμαξε στη φλυαρία / στην πάρλα. ΦΡ ~ κπ. στο ξύλο*.

[μσν. ρημάζω (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἐρημάζω `μένω μόνος΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

ρηματικός -ή -ό [rimatikós] Ε1 : 1.που ανήκει, που αναφέρεται στο ρήμα ή που προέρχεται από αυτό: Ρηματικό σύστημα. Ρηματικές καταλήξεις. Ρηματικοί τύποι. Ρηματικά επίθετα, που παράγονται από ρήματα. || Ρηματικές προτάσεις, που σχηματίζονται με βάση το ρήμα. ANT ονοματικές. 2. Ρηματική διακοίνωση*.

[λόγ.: 1: ελνστ. ῥηματικός· 2: σημδ. αγγλ. verbal (note)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες