Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρήγας 1 ο [ríγas] Ο4 : τραπουλόχαρτο που παριστάνει γενειοφόρο γέρο· παπάςII1: ~ σπαθί / κούπα. Kαρέ του ρήγα.
[< ρήγας 2 σημδ. ιταλ. ré]
- ρήγας 2 ο θηλ. ρήγισσα [ríjisa] Ο27α : (λαϊκότρ., συνήθ. στη γλώσσα των παραμυθιών) ο βασιλιάς.
[μσν. ρήγας < ελνστ. ῥήξ, αιτ. ῥῆγα < λατ. rex· μσν. ρήγισσα < ρήγ(ας) -ισσα]