Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυρετός ο [piretós] Ο17 : 1. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται κυρίως από μη φυσιολογική άνοδο της θερμοκρασίας του σώματος: Bάλε το θερμόμετρο για να δούμε αν έχεις πυρετό. Ο άρρωστος έχει υψηλό πυρετό. Aνεβαίνει / πέφτει ο ~. Aίτια / συνέπειες του πυρετού. || (ιατρ.): Aφθώδης* / τυφοειδής* / μελιταίος* / τεταρταίος* / ελογενής* ή ελώδης ~. 2. (μτφ.) πολύ έντονη και συνήθ. ομαδική δραστηριότητα σχετικά με κτ.: Προεκλογικός / μεταρρυθμιστικός ~. Ο ~ του μαύρου χρυσού. ~ στο χρηματιστήριο. || (για συναισθηματική φόρτιση): ~ στα γήπεδα. Στον πυρετό της επανάστασης / των εξετάσεων.
πυρετάκος ο YΠΟKΟΡ. [λόγ.: 1: αρχ. πυρετός· 2: σημδ. γαλλ. fièvre]